- ανανάς
- Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του ρόδακα υψώνεται ένα στέλεχος, που φέρει κοντό αλλά χοντρό και πυκνό στάχυ από άνθη ιώδη, τα oποία μετατρέπονται σε ψευδείς καρπούς· οι καρποί αυτοί, επειδή είναι σαρκώδεις, τελικά ενώνονται και σχηματίζουν μια καρποταξία που μοιάζει με κουκουνάρα, έχει χρώμα πορτοκαλί, τρώγεται και είναι γλυκιά και αρωματική. Από τον χυμό του α. παράγεται με ζύμωση ένα εξαιρετικό οινοπνευματώδες ποτό.
Ο α., του οποίου η παραγωγή φτάνει γύρω στα δύο εκατομμύρια τόνους τον χρόνο, καλλιεργείται κυρίως στις τροπικές και μεσοτροπικές ζώνες καθώς και σε άλλες περιοχές με ηπιότερο κλίμα, μεσογειακού τύπου, όπως π.χ. στις επαρχίες του Ακρωτηρίου και του Νατάλ της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Από τις χώρες παραγωγής α. προηγείται η αμερικανική πολιτεία της Χαβάης, που φτάνει περίπου το 40% της μέσης ετήσιας παραγωγής όλου του κόσμου· ακολουθούν η Βραζιλία, το Μεξικό, η Μαλαισία, η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, οι Φιλιππίνες, η Κούβα και η Αυστραλία (Κουίνσλαντ).
Ο ανανάς, φυτό της οικογένειας των βρομελιδών και ιθαγενές της τροπικής Αμερικής, καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ιδιαίτερα στα νησιά Χαβάη, όπου παράγεται μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής (φωτ. Dulevant).
* * *ο Βοτ.γένος φυτών τής οικογένειας Βρομελιίδες με 10 περίπου είδη, ιθαγενή τής τροπικής και υποτροπικής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ξεν. όρο που εμφανίζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες με την ίδια μορφή, πρβλ. αγγλ. ananas < γαλλ. ananas < ισπαν. ananas < πορτογ. ananas, μεταπλασμένος τύπος τού όρου nana, λ. τής γλώσσας τών Γκουαρανί (Guarani), Νοτιοαμερικανικής φυλής Ινδιάνων. Κατ' άλλη άποψη, ο όρος «ανανάς» είναι περουβιανής προελεύσεως (καθόσον οι Ευρωπαίοι πρωτοείδαν το φυτό αυτό στο Περού) < λ. περουβιανή Nanas, για πρώτη δε φορά το 1555 ο μοναχός Andre Thevenet περιέγραψε τον ανανά, χρησιμοποιώντας το όνομα Nanas].
Dictionary of Greek. 2013.